Το κείμενο που ακολουθεί ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα και οποιαδήποτε σχέση με πρόσωπα και καταστάσεις είναι συμπτωματική (να δεις σε ποια σειρά το βάζανε αυτό, μμμμ). Είναι μια έμπνευση (ο Θεός να την κάνει) κατόπιν συστηματικής ακρόασης του μεγάλου, μέγιστου Μάρκου Βαμβακάρη.
Σφουγγάρα
Το '57 ήταν νομίζω. Ή το '58. Πάντως ήταν τη χρονιά που είχανε βγάλει στο Κερατσίνι δήμαρχο, έναν κομμουνιστή- είχε λυσσάξει ο θιός μου, δεξιός μέχρι τα μπούνια. Το θυμάμαι καλά εκείνο το χρόνο. Εγώ είχα- δεν είχα κλείσει μήνα στην Αθήνα. Δούλευα στο ταβερνάκι του θείου μου γκαρσόνι- σερβιτόρος - τα χε μιλήσει ο πατέρας μου από πριν. Βέβαια δε μου δινε και πολλά αλλά με ταίζανε κιόλας κι έτσι μου ρχότανε καλύτερα. "Σμύρνη" το λέγανε το κατάστημα - το χε κερδίσει ο θιός μου από ενα πρόσφυγα στα ζάρια, δεν κατάφερε να το ξεφορτωθεί κι όταν τον κυκλώσαν οι αφραγκίες, αναγκάστηκε να το δουλέψει. Μου τα λεγε καμιά φορά, άμα είχαμε κεσάτια. Άπλωνε την αρίδα του σε μια ψάθινη καρέκλα που είχε στην κουζίνα, άναβε τσιγάρο και θυμόταν ιστορίες. Προπολεμικές. Έτσι τις έλεγε.
Στη "Σμύρνη" πρωτοείδα το Μάρκο. Είχα ακούσει βέβαια να λένε για αυτόν και πιο πολύ τον ήξερα απ τα τραγούδια που παίζανε στα ράδια και στα τζουκ-μποξ. Κανα δυο τραγούδια του είχε και στο τζουκ-μποξ που είχε στο μαγαζί- ένα φαρδύ πράμα, σα ντουλάπα ήτανε αλλά πιο κοντό και είχε πάνω του ένα γραμμόφωνο αλλά αυτόματο και χωρίς χωνί. Μ αυτό κάνανε κέφι τότες οι μάγκες που βάζανε και τραγούδια του Μάρκου καμιά φορά. Εμένα μου άρεζε εκείνο το σέρτικο το Καφτονε Σταύρο και πολυ γουστάριζα άμα το βαζανε οι σεβνταλήδες.
Ο Μάρκος πέρναγε με το μπουζούκι στον ώμο του και έπαιζε - συνήθως Παρασκευές και Σάββατα, δηλαδή τις μέρες που μαζευότανε πιο πολύς κόσμος στο μαγαζί. Καμιά φορά είχε και το γιό του μαζί, το Στελάκη, ένα σκολιαρόπαιδο που δεν ξεκόλλαγε από πάνω του. Ο θιός μου, άμαν τον έβλεπε, σταμάταγε το τζουκ μποξ για να παίξει ο Μάρκος- άμα βέβαια δεν φέρνανε αντίρρηση και οι πελάτες. Ήτανε άνθρωπος που σου βγαζε φόβο, όχι όχι, μάλλον σέβας ή κάτι ανάμικτο. Με εκείνα τα μάτια που αστράφτανε κάτω από τα αετίσια φρύδια του, ειδικά άμα τα έσμιγε. Πάντα αμίλητος και σκυφτός, χωρίς όρεξη για λακιρντί καθότανε βαρύς βαρύς και έφερνε το μπουζούκι στην αγκαλιά του. Κατέβαζε δυο γουλιές απ το ποτηράκι με τη ρετσίνα που του πήγαινα όπως με διάταζε ο θιός μου και μετά ξεκινούσε να παίζει. Καμιά φορά άμα ήταν πιο κεφάτος το κούρδιζε πρώτα το όργανο και παιζε κάτι ήχους, κάτι τραγούδια αλλιώτικα που συνήθως δεν είχανε καθόλου λόγια. Και χάζευαν οι πελάτες απ τη γλύκα και απ το στεναγμό που έβγαζε το μπουζούκι. Αυτά τα λέγανε ντουζένια- μου το χε πει μια φορά ένας μάγκας από μια παρέα που έρχονταν συχνά στο ταβερνάκι και μένα με είχαν συμπαθήσει γιατί τους ξηγιόμουνα κι εγώ καλά.
Έτσι κεφάτος φαινόταν κι εκείνη την βραδιά ο Μάρκος, την τελευταία φορά που τον είδα. Του πήγα τη ρετσίνα του και νομίζω, με χαιρέτησε κιόλας παρότι τις περισσότερες φορές δεν μίλαγε καθόλου. Ήπιε δυο γουλιές και άρχισε να γυρνάει τις κάνουλες που χε το μπουζούκι στην άκρη. Το κουρντίζει - σκέφτηκα- και πολύ χάρηκα γιατί κατάλαβα ότι θα παιζε πάλι αυτά τα τραγούδια, τα αμίλητα, τα ντουζένια. Είχα μείνει και τον χάζευα. Σα ζαλισμένος. Έμοιαζε άνθρωπος αγέρωχος, βαρύς, κουρασμένος από τη ζωή, ταλαιπωρημένος. Με αργές και σταθερές κινήσεις κουμάνταρε το όργανο. Τα χέρια και τα δάχτυλα του χοντροκαμωμένα - πιο πολύ δάχτυλα μακελλάρη παρά οργανοπαίχτη. Πως το φερνε βόλτα με τέτοια χέρια το όργανο, ένας Θεός ξέρει - αναρωτιόμουν και γύρισα γρήγορα να παω να σερβίρω κανέναν πελάτη μη με τσακώσει το μάτι του θείου μου να τεμπελιάζω και με αρχίσει στις μάπες. Ξαφνικά, ακούστηκε ένα ντιιν που δε θύμιζε πενιά, εγώ δεν έδωσα σημασία αλλά κάτι μάγκες παραδίπλα αρχίσαν τους ψιθύρους. Γύρισα να δω το Μάρκο, που δεν έλεγε να αρχισει να παίζει παρά κοιτούσε το μπουζούκι. Εγω- πάλι δεν κατάλαβα τι είχε γίνει, γι αυτό ρώτησα ένα μόρτη που εκείνη την ώρα τον σερβίριζα: Γιατί δεν παίζει ο Μάρκος; - Δε βλέπεις μικρέ- έσπασε η μπουργάνα; - Τι έσπασε; ξαναρώτησα εγώ. Η χορδή ντε, η πάνω πάνω. Πριν προλάβω καν να γυρίσω για να δω, ο Μάρκος είχε πάρει το μπουζούκι και το Στελάκη- σφουγγάρι πάνω του και βάδιζε με το ίδιο αργό και σταθερό βήμα προς την πόρτα. Στο μαγαζί άχνα. Σα να είχε πέσει σύρμα. Μόλις βγήκε ο Μάρκος, ακούστηκαν οι πρώτες κουβέντες. Λίγο μετά, ήταν σα να μη συνέβη τίποτες, ενώ το τζουκ - μποξ έπαιζε το Αντιλαλούνε οι φυλακές.
Μάρκος Βαμβακάρης (1905-1972)
21 σχόλια:
Απ τους calexico στον Βαμβακάρη και τούμπαλιν; Σωραίος. :)
Tον λατρευω τον Βαμβακαρη.Μπορω να τον ακουω απο το χαραμα μεχρι το βραδυ ασταματητα.Πιστευω οτι ο τροπος που παιζει ειναι ανεπαναληπτος.Κι επισης οτι δεν μπορει να τον φτασει κανεις ουτε στο νυχακι του.Κανεις.
Χαιρομαι που βρηκα μεσα στα μπλογκς εστω κι εναν ανθρωπο που τον ακουει.Εχεις διαβασει την αυτοβιογραφια του?Ειναι πολυ ωραιο βιβλιο.
Την καλησπερα μου.
Σου πα ότι είσαι για διαφήμιση, ρε Ζερβέ,δε σου πα;)
litanie - το ωραίο δεν έχει εθνότητα και στυλ.. μαθαίνω απο μπλογκς ότι πιάσατε δουλειά δεσποινίς μου..καλή αρχή εύχομαι..
faraona - καλως ήρθατε, καλώς ήρθατε- εσάς σας ξέρω πρέπει να χω περάσει κι απο το μπλογκ σας.. τώρα για το βαμβακάρη, αν δε έχεις κάτι χειρότερο να κάνεις δες αυτό
http://musicpicker.blogspot.com/2008/09/vamvakaris-markos-taxim.html
.. όπως θα διαβάσεις κι εκεί είναι ο τελευταίος μεγάλος του κλασικού ρεμπέτικου..ίσως γι αυτό να ναι τόσο μοναδικός.. την αυτοβιογραφία του, αν εννοείς το Άγιος Μαγκας, που φέρει την υπογραφή του γιού του, έχω διαβάσει κάποια κομμάτια σε ιστοσελίδες (απ όπου και η έμπνευσις), και σύντομα έχω σκοπό να το αγοράσω..
ρουλιώ μ, τα πες- δεν τα πες; αλλο που δε σ άκουγα εγώ..
Μάλιστα, πιάσαμε τα πατροπαράδοτα.
Τότε ο μουσικός ζούσε για τη μουσική, τώρα ζει για το χρήμα που θα βγάλει από την μουσική...
καλημέρα
Μάλλον οι μουσικοί που ακούς sofia δεν είναι και πολύ μουσικοί.Επίσης δεν είναι και το πιο ωραίο να είμαστε αφοριστικοί.Και τότε υπήρχαν "πουλημένοι" κ σήμερα υπάρχουν..
Ευτυχώς υπάρχουν ακόμη μουσικοί και μουσικές που δεν έχουν ξεφτιλιστεί..ααα ναι όσο για το κείμενο (ευτυχώς δε ξεχάστηκα ετούτη τη φορά) τρε μπιαν έβαλα ήδη Μάρκο να παίζει!
sofaki μου- ε όσο να πεις αυτή η μουσική βιομηχανία που υπάρχει σήμερα,τότε δεν υπήρχε..
Αλλά Mr Kite - έχεις δίκιο αγαπητέ μου φίλε..πάντα υπήρχαν υπάρχουν και θα υπάρχουν "μουσικοί" και μουσικοί.. βάλε μάρκο να μερακλώσουμε..
..η μια πενιά..και μετά η άλλη....
Υποκλίνομαι.
Υποκλίνομαι...κι εγώ..
Δεν έχει άκρη ο ουρανός...
μεχρι και μενα που ειμαι απωξω μιμη με κολασες με τα ωραια σου! αει γιεα σου!
Απότομα τελειώνει το άσμα κύριε Ζερβέ. Και μας αφήνει στα κρύα του λουτρού....
υποκλιση σε γωνια 30 μοιρων
με γονατιστο ποδι βεβαια
http://www.youtube.com/watch?v=o0bFxfk7FtE&feature=related
lenio - και τι πενιές..
gremiii- όλοι πρέπει..
lenio - oυρανός και θάλασσα μαζί..
exofthalmi - και οι καλόγριες έχουν ψυχή.
daria - όσο απότομα τελειώνει το άσμα τόσο μακρόσυρτες ήταν οι δύσκολες μέρες του βαμβακάρη..οι άλλοι έβλεπαν αυτό, αυτός γύριζε σπίτι και έκλαιγε που κατέντησε να ανταγωνίζεται τα τζουκ μποξ..φιλί
protest - γιοβάν τσαούς..άλλος μεγάλος.. και παραγνωρισμένος..στ αλήθεια εσύ που εισαι?Ω αδερφέ που είσαι?
ωραίο...
μου άρεσε...
αυτός δεν ήτο εκδορεύς?
κάλλιστη χειρ...
γεια σου μίμη μερακλή και καραμπουζουκλή!!
βρε Μιμη....μηπως να το ριχνες στη συγγραφη?
Αγαπητέ κύριε, το κείμενο σας εκπέμπει ερωτισμό. Όπως και ο Μάρκος (μας).
Να είστε καλά.
Δες αυτό το τραγουδάκι με το ηθικοπλαστικό μήνυμα για να καταλάβεις γιατί γίνομαι μόνιμα κουμπάρος και ποτέ γαμπρός. Και φυσικά γιατί πάω τον Βαμβακάρη. Και για άλλο ένα τον πάω. Τσάκιζε τα γλυκά κουταλιού όπως κι εγώ. Άσχετα αν τσάκισε εκείνον τελικά το ζάχαρο.
Ο κουμπάρος ο ψαράς
Στίχοι: Μάρκος Βαμβακάρης, Φράγκος
Μουσική: Μάρκος Βαμβακάρης, Φράγκος
Πρώτη εκτέλεση: Μάρκος Βαμβακάρης, Φράγκος-Σοφία Καρίβαλη (Ντουέτο )
"[Βαμβακάρης:]
Έρχουμαι κρυφά στη μάντρα
και σε βρίσκω μ’ άλλον άντρα.
[Καρίβαλη:]
Άντρα μου, μη μου θυμώμεις
κι άδικα μη με πεισμώνεις,
κι άδικα μη με πεισμώνεις,
άντρα μου, μη μου θυμώνεις.
[Βαμβακάρης:]
Πες μου γρήγορα πριν φύγει,
ποιός την πόρτα μας ανοίγει.
[Καρίβαλη:]
Έτσι να με κάψ' ο Χάρος,
είν’ ο Γιάννης ο κουμπάρος,
είν’ ο Γιάννης ο κουμπάρος,
έτσι να με κάψ' ο Χάρος.
[Βαμβακάρης:]
Ο ψαράς τι θέλει τώρα,
και κατέβηκε στη χώρα;
[Καρίβαλη:]
Μου ’φερε δυο μπαρμπουνάκια,
και δυο ’λόπαχα λαυράκια,
και δυο ’λόπαχα λαυράκια,
μου ’φερε δυό μπαρμπουνάκια.
[Βαμβακάρης:]
Πες μου τι μου μαγειρεύει,
τέτοια ώρα τι γυρεύει;
[Καρίβαλη:]
Άντρα μου, μη μου γκρινιάζεις,
και κακό στο νου μη βάζεις,
και κακό στο νου μη βάζεις,
άντρα μου, μη μου γκρινιάζεις"
akrat - ω ναι, αυτός ειναι εκδορεύς ήταν..πως τα κατάφερνε με τέτοια δάχτυλα, ακόμη παραμένει μυστήριο..
seniorita - στην υγειά σου δεσποινίς μου
exofthalmi - μη μου φουσκώνεις τα μυαλά..δε θέλω και πολύ..
very_b - ερωτισμό,ε? ομολογώ δεν τοχα προσέξει.. καλως ήλθατε -με το δεξί...
blogoulis - ρε.. εσύ είσαι ο κουμπάρος που χει σπείρει τον τρόμο?? ο μάρκος πάντως γενικά ήταν των απολαύσεων και των καταχρήσεων..φαντάζομαι κι εσύ αγαπητέ..
Μίμη καλημέρα.
Τι χαμπάρια? Είσαι καλά?
καλό μήνα
Δημοσίευση σχολίου