Που είχα μείνει;
Α, ναι -στην αίθουσα αναμονής- Έλεγα λοιπόν πως ήδη πλέον ο χρόνος κυλάει αλλιώς, αισθάνομαι μια ασφάλεια, ταξίδι είναι,θα περάσει, άντε να πάω κι εγώ στη δουλειά μου - που με περιμένουν. Ε, μέσα σ όλα αυτα, ούτε κατάλαβα για πότε βρέθηκα μέσα στο αερόπλανο.
Δίπλα μου κάθεται μια γριούλα, ισπανόφωνη. Απ αυτές τις γιαγιάδες του παλιού καιρού με τα μαλλιά κοντοκουρεμένα, τα γυαλιά μυωπίας - πρεσβυωπίας (2 σε 1) και τα λοιπά και τα λοιπά και τα λοιπά. Δεν πιάνω γρι από οσα λέει στην αρχή - μόνο της γνέφω σα σπαστικός χαμογελώντας συνάμα - αλλά σιγά σιγά συνηθίζω. Θες είναι φλύαρη από ανασφάλεια- πρώτη φορά πετάει, μου εκμυστηρεύεται- θες από χούι, πάντως γλώσσα μέσα, δεν βάζει η ευλογημένη.
Μόνο κατά την απογείωση γαντζώνεται στην θέση της έντρομη, αρχίζει τα πατερημά της, ψιθυριστά όμως, οπότε ηρεμώ κι εγώ λίγο απολαμβάνοντας το εξαίσιο τουμπεκί που ψιλοκόβει. Από το παράθυρο φαίνονται μόνο σύννεφα. Κλείνω για λίγο τα ματάκια μου και κάνω να ξεκλέψω λίγον ύπνο έτσι για τη γλύκα. Όχι για πολύ βέβαια γιατί η συμπαθέστατη κατά τα άλλα, κυριούλα με σκουντάει ευθύς μόλις ξεπερνάει τον αρχικό της φόβο και με βομβαρδίζει με ερωτήσεις: από που είμαι, ποιος είμαι, που πηγαίνω, γιατί ήρθα σ αυτόν τον κόσμο κι άλλα τέτοια υπαρξιακά που πιστέψτε με ποτέ δε βρήκα την αυτογνωσία να απαντήσω. Εγώ μετά την αρχική έκπληξη και μάλλον φοβούμενος ότι κάτι ξέρει για την διπλή μου ταυτότητα ως υπερκατασκόπου των 2 ηπείρων και των 5 θαλασσών δέχομαι να παίξω το δόλιο παιχνίδι της..
Χααα, αν νομίζεις ότι θα ψαρώσω έτσι εύκολα, είσαι γελασμένη -σκέφτομαι- και της απαντάω προσποιούμενος ότι είμαι κάποιος απλός ταξιδιώτης και όλα τελος πάντων αυτά που μου χουν πει να δηλώνω σε περίπτωση που κινήσω υποψίες.. Και σύντομαι περνάω και στην αντεπίθεση- της αντιτείνω τις ίδιες ερωτήσεις με ύφος σαφώς υπαινικτικό.. Δύστυχη θείτσα, ΔΕΝ ΞΕΡΕΙΣ ΜΕ ΠΟΙΟΝ ΕΜΠΛΕΞΕΣ...
Εντάξει. Δε μου 'κοψε, δε το σκέφτηκα -τι να πω.. Που να φανταστώ τι θα ακολουθούσε τις ερωτήσεις μου.. Και δεν εννοώ φυσικά ότι έβγαλε όπλο, αλλά η λογοδιάρροια που ακολούθησε ήταν - ωι μάνα μου- εξαντλητική.. Βέβαια. όσο να πεις όλο αυτό είναι και λίγο πρόκληση - εννοώ το να καταλάβεις απο τα συφραζόμενα- τι θέλει να πει ο ποιητής, διότι είπαμε τα ισπανικά μου καλά, χρυσά αλλά για να επιβιώσω- όχι να μάθω το βίο και την πολιτεία της συνεπιβάτιδος μου. Κάποια στιγμή, εντελώς απροειδοποίητα σταματά το δραματικό (για μένα) μονόλογο, ρουφά μέσα την κοιλιά της και με το ένα χέρι της τραβά προς τα έξω τη φούστα της- αντίστοιχα στη μέση της - κάνοντας χώρο για το άλλο χέρι, το οποίο το περνά κάτω από τη ζώνη της αρχικά και εν συνεχεία κάτω από τη φούστα της και όλο και χαμηλώνει. Ε ρε γλέντια. Πως τις ανάβω έτσι ο άντρας - ο σωστός, ο πρόστυχος, σκέφτομαι.. Τη διακόπτω.. "Μοναδική μου αγάπη -της λέω -μήπως προχωράμε πολύ γρήγορα;" Αυτή μου χαμογελά με μια πρόστυχη αθώοτητα και μου λέει: "Μα δεν είναι παρά μια φωτογραφία.." Και πράγματι αποδεικνύεται ότι εντός της φούστας υπάρχει μια εσωτερική τσέπη απ όπου εμφανίζεται πορτοφολάκι τύπου πουγκί (εντελώς παλαιού τύπου). Ανοίγει το πορτοφολάκι και βγάζει μια φωτογραφία, ισιώνει με τους αντίχειρες τις τσαλακωμένες γωνίες της, και αρχίζει με νέα ζέση την αφήγηση.. Πρόκειται για την κόρη της. Αυτή είναι στη φωτογραφία, αυτήν πάει να δει στην Ισπανία, το σπλάγχνο της, το στερνοπούλι της - που ζωή να χει - κι άλλα τέτοια μητρικά.. Σκέφτομαι ότι ίσως τελικά κακώς αμφέβαλα για την γριούλα, ίσως να μην είναι του σιναφιού (των πραχτόρων) και άδικα την υποψιάστηκα.
Μέσα σ όλα αυτά κάνουν την εμφάνιση τους αι αεροσυνοδοί για την ιερή στιγμή του λαντς, του μεσημεριανού τέλος πάντων για όλους εσάς που παλεύετε ακόμα με/ για το λόουερ.
Τι θα πάρει ο κύριος?
Εμένα λέει?-κουμπώνομαι εγώ μόλις ακούω κύριος - τέλος πάντων και επιλέγω το κοτόπουλο, διότι κοτόπουλο είναι - τι μπορεί να χει μέσα?- όπως με έχει ορμηνέψει η μάνα μου- και επιπλέον αποφασίζω να γιορτάσω το τέλος μιας ακόμη επιτυχημένης αποστολής εεε ταξιδιού με λίγο κρασί..
Έχετε Χύμα του 58?
Εμμ, να κοιτάξω, μου απαντάει
Κύριε {γκουχμ} έχουμε μόνο Κέτερινγκ του 08 - μου λέει καταντροπιασμένη, ούτε στα μάτια δεν τολμά να με κοιτάξει..
Αλλά είμαι τόσο ευτυχής ώστε τίποτα δε μπορεί να μου χαλάσει τη διάθεση.. Της χαμογελώ με κατανόηση (ενώ σκέφτομαι "Πτωχό δουλικό") και παίρνω το μπουκαλάκι με το κρασί, αυτό έχουν τώρα -αυτό θα πιούμε- τι να γίνει ..
Στο μεταξύ είμαι πλέον βέβαιος ότι κακώς υποψιαζόμουν την συνεπιβάτιδα μου , αφού έχει βγάλει ταπεράκι, μέσα στο οποίο προσπαθεί να χωρέσει όσα πιο πολλά μπορεί από τα φαγώσιμα.. Κι όταν κάποια στιγμή το βλέμμα μου ξεχνιέται πάνω της ασυναίσθητα, μάλλον αδιάκριτα - μου χαμογελάει και σα να απολογείται μου λέει: Ε, αφού τα πληρώσαμε.. Μα φυσικά λέω εγώ.. Και όλα αυτά βέβαια κάθε άλλο παρά αστεία είναι ακόμα και για ένα πραχτόρι που τόσα πολλά έχει δει στη ζωή του- που να σας τα λέω τώρα.. θα κλείσει κι ο μασούτης και δεν έχω πάρει γάλα.
Του μπι κοντινιουντ