Κατά τη χρονική περίοδο που έζησε ο Γκόγια στην Ισπανία ήταν ιδιαίτερα έντονο το φαινόμενο των ιδαλγών (hidalgos). Κατά λέξη hidalgo σημαίνει γιος κάποιου (hijo de algo)Το γεγονός ότι κάποιος μπορούσε να αναφέρει τα ονόματα ορισμένων προγόνων του, αρκούσε για να θεωρηθεί αυτομάτως μέλος μιας, κατώτερης έστω, αριστοκρατίας και του έδινε την απαραίτητη δικαιολογία για να μην εργάζεται-τουλάχιστον χειρωνακτικά. Το 15% περίπου του πληθυσμού της χώρας θεωρούσε ότι ανήκε σε αυτή ακριβώς την κοινωνική κατηγορία, και επομένως απέφευγε κάθε δημιουργική δραστηριότητα. Οι περισσότεροι από αυτούς ζούσαν φτωχικά επειδή αρνούνταν να εργαστούν. Συχνά ο Γκόγια παρουσίαζε τα μέλη αυτής της τάξης σαν γαϊδάρους οι οποίοι αρκούνται να παρακολουθούν τους ομοίους τους να εργάζονται
(Πηγή: Γουικιπίδια)Παρασκευή 13 Ιανουαρίου 2012
Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2009
Το Σκασμένο
Δεν τον έβλεπε για πρώτη φορά. Τον είχε συναντήσει πολλές φορές σε κοινές παρέες αλλά μέχρις εκεί. Θαρρείς κάτι πάνω του την απωθούσε. Τις λίγες φορές που τον είχε παρατηρήσει – μάλλον από περιέργεια και κυρίως στην αρχή – της έμοιαζε θεατρίνος, υπερβολικά διαχυτικός και κοινωνικός με όλους, σωστή μέλισσα με τις γυναίκες, φωτεινός παντογνώστης με μια έντονη υποψία επιδεικτικής διάθεσης. Ένας σωρός από χαρακτηριστικά που την γέμιζαν επιφύλαξη. Μάντευε ανασφάλεια πίσω από τις κλειστές κουρτίνες και τις αθέατες πλευρές του. Υπέθετε ότι η επιτηδευμένη άνεση που τον διέκρινε έκρυβε κάτι άλλο. Τι θα μπορούσε να ξέρει στα αλήθεια αυτός ο παπαγάλος γνώσεων εφημερίδας;
Όταν λοιπόν την προσέγγισε εκείνο το βράδυ, αποφάσισε τουλάχιστον να τηρήσει τα προσχήματα που επιβάλλει η στοιχειώδης ευγένεια σε τέτοιες περιπτώσεις. Επιστράτευσε συνεπώς όλα εκείνα τα κενά ουσίας, φραστικά σχήματα που διατυπώνονται μεταξύ ανθρώπων που υποκρίνονται ότι συνομιλούν. Κι αλήθεια είναι ότι κι εκείνος ανταποκρίθηκε ανάλογα απαντώντας χωρίς ουσιαστικά να απαντά κάτι. Όταν όμως μοιραία έφτασε στο τέλος της η αλληλουχία της εν λόγω φρασεολογίας, αντί η παράσταση να λάβει τέλος, αυτός συνέχισε, μάλλον μουδιασμένα αρχικά- με όλο και περισσότερη θέρμη στη συνέχεια. Φλυαρούσε για τη ζωή του και για τις συνήθειες του- ήταν όμως όταν άρχισε να αυτοσαρκάζεται που την εντυπωσίασε. κι όταν έγινε ακόμη πιο αυστηρός με τον εαυτό του, εκείνη πια αισθάνθηκε ότι τον είχε αδικήσει. Κάποια στιγμή μάλιστα της εκμυστηρεύτηκε ότι την είχε προσέξει εδώ και καιρό και ότι κάθε φορά που τη συναντούσε έψαχνε να βρει να της πει κάτι αντισυμβατικό, κάτι ασύνηθες, μια λέξη, μια φράση που θα της έδινε να καταλάβει πόσο ξεχωριστή φάνταζε στα μάτια του, κι όχι κάτι που θα έμοιαζε με κακόγουστη κασέτα. Αυτή η τελευταία φράση πιθανόν να είχε περάσει κι από το δικό της το μυαλό, καθώς όταν της την είπε, τα μάτια της έλαμψαν εκπέμποντας μια περίεργη ικανοποίηση. Μέσα της, σα μετανιωμένη που τόσο τον είχε υποτιμήσει, σκεφτόταν:
« Α, το σκασμένο…»
« Α, το σκασμένο…»
Είναι άγνωστο πότε της έκανε νόημα να φύγουν. Τα ποτήρια είχαν ήδη αδειάσει, οι ρυθμικές δονήσεις που εξέπεμπαν τα θεόρατα ηχεία και που διέσχιζαν τα σπλάγχνα τους είχαν αρχίσει να γίνονται ανυπόφορες και η ατμόσφαιρα όλο και πιο πνιγηρή. Το μαγαζί εξακολουθούσε να είναι ασφυκτικά γεμάτο, ή ίσως και να της φαινόταν υπερβολικά γεμάτο πλέον. Σύντομα, βρέθηκαν λίγο έξω από την πόλη. Σε μια τσιμεντένια προβλήτα, όπου η υγρασία και ο αέρας την έσπρωχναν στην αγκαλιά του. Ο ήλιος μόλις είχε αρχίσει να ανατέλλει παλεύοντας να διαλύσει τα λίγα γκρίζα σύννεφα που τον περιέβαλλαν. Αυτή η δειλή του εμφάνιση διαγραφόταν και στην επιφάνεια της θάλασσας, όπου μια χρυσή λωρίδα διαιρούσε κάθετα τα λευκά ίχνη που άφηναν τα κύματα. Το σκηνικό συμπλήρωναν 2 ή 3 ψαράδες που συντηρούσαν ακριβώς την απόλυτη αίσθηση γαλήνης που κυβερνούσε καθώς δεν αντάλλαζαν κουβέντα. Μιας γαλήνης, ανεξάρτητης ή ίσως ανώτερης της ανθρώπινης παρουσίας όπως υποδείκνυαν και οι λίγες σειρές τραπεζάκια από κάποιο έρημο ταβερνάκι που ξεκουραζόταν θαρρείς, παραδομένο κι αυτό στη γλύκα του πρωινού. Εκείνος με αργές νωχελικές κινήσεις πήρε δυο ψάθινες καρέκλες, τις παρέταξε παράλληλα στην άκρη της προβλήτας και βολεύτηκε ξεφυσώντας, προσκαλώντας την με τα χέρια του συνάμα να κάνει το ίδιο.
Κάποια στιγμή της πέταξε:
«Κάπως έτσι πρέπει να είναι η ευτυχία». Την ξάφνιασε. Ούτε θυμάται τι βρήκε να πει. Δεν πρέπει ωστόσο να ανταποκρινόταν και πολύ στο πνεύμα της στιγμής γιατί, της απάντησε:
«Σοβαρά τώρα, χαζεύουμε τον ήλιο που ανατέλλει, τον υγρό του καθρέφτη πάνω στη θάλασσα, ψηλαφούμε την ευτυχία, και συ αυτό βρίσκεις να πεις;»
Και την έκανε να αισθανθεί τόσο αμήχανα ώστε δεν ξαναμίλησε. Ένας παππούς πέρασε μπροστά τους χωρίς να τους δώσει σημασία. Μορφή βγαλμένη από αγιογραφία, αυστηρά χαρακτηριστικά, ουλές και ρυτίδες, ένας σκούφος στραβά βαλμένος, ένα παχύ, ατημέλητο μουστάκι, φαρδιά, φθαρμένα ρούχα, ένα ζευγάρι παπούτσια χωρίς κορδόνια. Την σιωπή που μεσολάβησε, ξαναέσπασε εκείνος:
«Τον παππού πρέπει να ρωτήσουμε»
«Για τι πράγμα;» του απάντησε διστακτικά.
«Για την ευτυχία»
«Και γιατί ειδικά αυτόν;» τραύλισε.
«Κάτι θα ξέρει. Φαίνεται άνθρωπος που δεν δίνει σημασία σε μικρά πράγματα. Δες ούτε κορδόνια δε φοράει»
Δεν βρήκε κάτι να του πει. Χαμογέλασε μόνο, ενώ από μέσα της σκεφτόταν:
«Α, το σκασμένο…»
«Σοβαρά τώρα, χαζεύουμε τον ήλιο που ανατέλλει, τον υγρό του καθρέφτη πάνω στη θάλασσα, ψηλαφούμε την ευτυχία, και συ αυτό βρίσκεις να πεις;»
Και την έκανε να αισθανθεί τόσο αμήχανα ώστε δεν ξαναμίλησε. Ένας παππούς πέρασε μπροστά τους χωρίς να τους δώσει σημασία. Μορφή βγαλμένη από αγιογραφία, αυστηρά χαρακτηριστικά, ουλές και ρυτίδες, ένας σκούφος στραβά βαλμένος, ένα παχύ, ατημέλητο μουστάκι, φαρδιά, φθαρμένα ρούχα, ένα ζευγάρι παπούτσια χωρίς κορδόνια. Την σιωπή που μεσολάβησε, ξαναέσπασε εκείνος:
«Τον παππού πρέπει να ρωτήσουμε»
«Για τι πράγμα;» του απάντησε διστακτικά.
«Για την ευτυχία»
«Και γιατί ειδικά αυτόν;» τραύλισε.
«Κάτι θα ξέρει. Φαίνεται άνθρωπος που δεν δίνει σημασία σε μικρά πράγματα. Δες ούτε κορδόνια δε φοράει»
Δεν βρήκε κάτι να του πει. Χαμογέλασε μόνο, ενώ από μέσα της σκεφτόταν:
«Α, το σκασμένο…»
Τετάρτη 5 Αυγούστου 2009
VLC
To oti einai h poli tis nyxteridas to katalavaineis apo pantou.emblimata,lavara,mplouzakia akoma kai stous yponomous. kai fysika to na emfanizesai monos sou stin poli tis nyxteridas sta plaisia praktikis askisis den einai oti kalitero. Exei vevaia mia 8aumasia paralia gia na diaskedaseis tous fovous sou alla kai pali otan bgeis apo tin 8alassa se pianei pali auth i elafra melagxolia tou na kaneis pragmata monos sou.Vevaia einai arxh. Kai ka8e arxh einai eks orismou dyskoli.. Alla poses arxes antexei enas organismos.. Ti8etai synepws adiakopa to dilima.
Ti na kanei o Batman?
a) Na parei ti berta tou kai na gyrisei kyrios?
b) Na kanei ypomoni mia lemonia an8izei sti Valencia?
c) Ola ta parapanw?
a) Na parei ti berta tou kai na gyrisei kyrios?
b) Na kanei ypomoni mia lemonia an8izei sti Valencia?
c) Ola ta parapanw?
Πέμπτη 6 Νοεμβρίου 2008
Αραιά & Που
Όταν έχεις τόσο καιρό να δώσεις σημεία ζωής, πρέπει στην επανεμφάνισή σου να συνταράξεις τα καθέκαστα, να τρίξουν πατώματα, να κλαιν μανάδες ε και τέλος πάντων να παραμιλήσει ο κοσμάκης. Ή τουλάχιστον αυτό επιβάλλει το Savouir Blog. Σκέφτηκα λοιπόν να ξεκινήσω τούτο το ποστ που επαγγέλεται την αλλαγη (kati san ton Obama ena prama) με μια παπακαλιατική σκήνη του τύπου:
είμαι μόνος σπίτι, εγκλωβισμένος σε αξεπέραστα προσωπικά διλήμματα, καθηλωμένος στην κουνιστή πολυθρόνα (αυτήν απ τα ΙΚΕΑ που έχετε αγοράσει όλοι σας - μη με κοιτάτε σα χαζοί), πίνω λίγο πέρδικα ον δε ροκς (εμπορική ονομασία: φαμους γκράους), καπνίζω σέρτικα, υπό τα τριξίματα κρουστών νταρκ τζαζζ συγκροτήματος και ενώ το βλέμμα μου πλανιέται αποχαυνωμένο στο κενό. Μέσα μου υπάρχει αυτός ο ανελέητος διχασμός (βλέπε- ποια να διαλέξω τη μάνα ή την κόρη) που δε με αφήνει να σταυρώσω κουβέντα, με έχει απομονώσει - είναι χαρακτηριστικό ότι έχω βάλει στο αθόρυβο το κινητο, ενώ το σταθερό χτυπά άδικα.
Αλλά είπα μέσα μου, Όχι Γιώργο..εε.. Μίμη (σόρι, είναι που έχω καιρό να ασχοληθώ με το μπλογκ)- όχι Μίμη λέω, αυτοί που σε διαβάζουν είναι άνθρωποι επιπέδου και δεν ψαρώνουν - (βέβαια ακόμα παραμένει το ερώτημα αφού όλοι είμαστε επιπέδου, ποιοι βλέπουν το X Factor- γιατι κάποιοι το βλέπουν, δεν μπορεί..)
Ε, τότε σκέφτηκα να το ρίξω στη μιζέρια.. Παλιό δοκιμασμένο κόλπο.... Έχομε και λέμε:
είμαι μόνος σπίτι, εγκλωβισμένος σε αξεπέραστα προσωπικά διλήμματα, καθηλωμένος στην κουνιστή πολυθρόνα (αυτήν απ τα ΙΚΕΑ που έχετε αγοράσει όλοι σας - μη με κοιτάτε σα χαζοί), πίνω λίγο πέρδικα ον δε ροκς (εμπορική ονομασία: φαμους γκράους), καπνίζω σέρτικα, υπό τα τριξίματα κρουστών νταρκ τζαζζ συγκροτήματος και ενώ το βλέμμα μου πλανιέται αποχαυνωμένο στο κενό. Μέσα μου υπάρχει αυτός ο ανελέητος διχασμός (βλέπε- ποια να διαλέξω τη μάνα ή την κόρη) που δε με αφήνει να σταυρώσω κουβέντα, με έχει απομονώσει - είναι χαρακτηριστικό ότι έχω βάλει στο αθόρυβο το κινητο, ενώ το σταθερό χτυπά άδικα.
Αλλά είπα μέσα μου, Όχι Γιώργο..εε.. Μίμη (σόρι, είναι που έχω καιρό να ασχοληθώ με το μπλογκ)- όχι Μίμη λέω, αυτοί που σε διαβάζουν είναι άνθρωποι επιπέδου και δεν ψαρώνουν - (βέβαια ακόμα παραμένει το ερώτημα αφού όλοι είμαστε επιπέδου, ποιοι βλέπουν το X Factor- γιατι κάποιοι το βλέπουν, δεν μπορεί..)
Ε, τότε σκέφτηκα να το ρίξω στη μιζέρια.. Παλιό δοκιμασμένο κόλπο.... Έχομε και λέμε:
σκατά η οικονομία, θερίζει η ακρίβεια, καλπάζει η ανεργία, χάλια οι πολιτικοί, χάλια και οι παπάδες, χάλια όλοι, σε τι κόσμο θα φέρουμε τα παιδιά μας ντε?( εδώ ακολουθεί θρηνητικό αααααχ με συνοδευτικό χτύπημα στο στέρνο αλά μοιρολογίστρα). Αλλά και πάλι είπα παράεγινε κι αυτό. Όλοι μας κουραστήκαμε μ αυτούς που κουραστηκαν και βαρεθήκαμε αυτούς που βαρέθηκαν..
Όποτε είπα να κάνω κάτι που απέφευγα συστηματικά. Να μιλήσω για μένα. Αλήθεια όμως -όχι αυτά τα πραχτόρικα που λέγαμε σε προηγούμενα ποστς.. Απομακρύντε λοιπόν τα μικρά παιδιά και στήστε αυτί.
Τις τελευταίες 3 βδομάδες, πήγαινα σχεδόν καθημερινά στο ψυχιατρείο για μαθήματα. Νομίζω ότι μου άρεσε. Είναι μια ιδιαίτερη εμπειρία έτσι κι αλλιώς.. Ο κόσμος εκεί είναι διαφορετικός. Για παράδειγμα, ο χρόνος όπως τον βιώνουμε εμείς που είμαστε έξω απο τον εν λόγω χώρο, εκεί είναι ανύπαρκτος. Υπάρχει η αίσθηση μιας μόνιμης ασάφειας και οι πιο πολλοί από τους τρόφιμους δεν μοιάζουν να τον αντιλαμβάνονται- να καταλαβαίνουν τη ροή του. Ή τουλάχιστον μέχρι να νιώσουν λιγότερο ευάλωτοι όποτε και θα απαιτήσουν να φύγουν- να βγουν από το νοσοκομείο. Να φύγουν μέχρι να ξαναγυρίσουν. Γιατί τα ψυχιατρικά νοσήματα αποτελούν χρόνιες καταστάσεις με συνεχείς υποτροπές. Αλλά ακόμα κι αν φύγουν, στα αλήθεια οι πιο πολλοί απ αυτούς που θα πάνε; Για ελάχιστους υπάρχει έξω μια οικόγενεια πρόθυμη να προσφέρει, να στηρίξει. Κανείς δεν βρέθηκε τυχαία στο ψυχιατρείο. Για κάθε τρόφιμο υπάρχει μια οικογένεια που ηρέμησε, που απαλλάχτηκε τόσο από τη ρετσινιά όσο και από τις επίπονες φροντίδες που απαιτούνται μετά τον εγκλεισμού του ασθενούς στο ψυχιατρείο.
Τουλάχιστον εδώ δεν ενοχλούν. Δεν ενοχλούν κανένα με την παράλογη λογική τους- ότι κι αν είναι: σχιζοφρενείς- μανιακοί - καταθλιπτικοί - διαχασμένοι - παρανοικοί ή ανοικοί.. Μόνο κουβέντα θέλουν καμιά φορά... ή ένα τσιγάρο..Αλλα στα αλήθεια δεν ζητάνε πολλά..
Τέλος πάντων. Πριν κλείσω το ποστ θέλω να ευχαριστήσω όλους αυτούς που επιμένουν να μπαίνουν στο blog μου, αν και βλέπουν ότι το χω ψιλοπαρατήσει το σπορ.. Α, την άλλη βδομάδα, μπαίνω τελικά για να βγάλω τα τέρατα που κρύβω στο λαιμό μου (τις αμυγδαλές μου)..
Αυτό δεν έιναι δικαιολογία για την απουσία μου απο τη μπλογκοχώρα.. Μόλις ανανεωθώ, θα ξαναρχίσω να μπλογκάρω..
Όποτε είπα να κάνω κάτι που απέφευγα συστηματικά. Να μιλήσω για μένα. Αλήθεια όμως -όχι αυτά τα πραχτόρικα που λέγαμε σε προηγούμενα ποστς.. Απομακρύντε λοιπόν τα μικρά παιδιά και στήστε αυτί.
Τις τελευταίες 3 βδομάδες, πήγαινα σχεδόν καθημερινά στο ψυχιατρείο για μαθήματα. Νομίζω ότι μου άρεσε. Είναι μια ιδιαίτερη εμπειρία έτσι κι αλλιώς.. Ο κόσμος εκεί είναι διαφορετικός. Για παράδειγμα, ο χρόνος όπως τον βιώνουμε εμείς που είμαστε έξω απο τον εν λόγω χώρο, εκεί είναι ανύπαρκτος. Υπάρχει η αίσθηση μιας μόνιμης ασάφειας και οι πιο πολλοί από τους τρόφιμους δεν μοιάζουν να τον αντιλαμβάνονται- να καταλαβαίνουν τη ροή του. Ή τουλάχιστον μέχρι να νιώσουν λιγότερο ευάλωτοι όποτε και θα απαιτήσουν να φύγουν- να βγουν από το νοσοκομείο. Να φύγουν μέχρι να ξαναγυρίσουν. Γιατί τα ψυχιατρικά νοσήματα αποτελούν χρόνιες καταστάσεις με συνεχείς υποτροπές. Αλλά ακόμα κι αν φύγουν, στα αλήθεια οι πιο πολλοί απ αυτούς που θα πάνε; Για ελάχιστους υπάρχει έξω μια οικόγενεια πρόθυμη να προσφέρει, να στηρίξει. Κανείς δεν βρέθηκε τυχαία στο ψυχιατρείο. Για κάθε τρόφιμο υπάρχει μια οικογένεια που ηρέμησε, που απαλλάχτηκε τόσο από τη ρετσινιά όσο και από τις επίπονες φροντίδες που απαιτούνται μετά τον εγκλεισμού του ασθενούς στο ψυχιατρείο.
Τουλάχιστον εδώ δεν ενοχλούν. Δεν ενοχλούν κανένα με την παράλογη λογική τους- ότι κι αν είναι: σχιζοφρενείς- μανιακοί - καταθλιπτικοί - διαχασμένοι - παρανοικοί ή ανοικοί.. Μόνο κουβέντα θέλουν καμιά φορά... ή ένα τσιγάρο..Αλλα στα αλήθεια δεν ζητάνε πολλά..
Τέλος πάντων. Πριν κλείσω το ποστ θέλω να ευχαριστήσω όλους αυτούς που επιμένουν να μπαίνουν στο blog μου, αν και βλέπουν ότι το χω ψιλοπαρατήσει το σπορ.. Α, την άλλη βδομάδα, μπαίνω τελικά για να βγάλω τα τέρατα που κρύβω στο λαιμό μου (τις αμυγδαλές μου)..
Αυτό δεν έιναι δικαιολογία για την απουσία μου απο τη μπλογκοχώρα.. Μόλις ανανεωθώ, θα ξαναρχίσω να μπλογκάρω..
Τρίτη 30 Σεπτεμβρίου 2008
Μικραί Αγγελίαι
Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 2008
Ταξίμι
Το κείμενο που ακολουθεί ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα και οποιαδήποτε σχέση με πρόσωπα και καταστάσεις είναι συμπτωματική (να δεις σε ποια σειρά το βάζανε αυτό, μμμμ). Είναι μια έμπνευση (ο Θεός να την κάνει) κατόπιν συστηματικής ακρόασης του μεγάλου, μέγιστου Μάρκου Βαμβακάρη.
Σφουγγάρα
Το '57 ήταν νομίζω. Ή το '58. Πάντως ήταν τη χρονιά που είχανε βγάλει στο Κερατσίνι δήμαρχο, έναν κομμουνιστή- είχε λυσσάξει ο θιός μου, δεξιός μέχρι τα μπούνια. Το θυμάμαι καλά εκείνο το χρόνο. Εγώ είχα- δεν είχα κλείσει μήνα στην Αθήνα. Δούλευα στο ταβερνάκι του θείου μου γκαρσόνι- σερβιτόρος - τα χε μιλήσει ο πατέρας μου από πριν. Βέβαια δε μου δινε και πολλά αλλά με ταίζανε κιόλας κι έτσι μου ρχότανε καλύτερα. "Σμύρνη" το λέγανε το κατάστημα - το χε κερδίσει ο θιός μου από ενα πρόσφυγα στα ζάρια, δεν κατάφερε να το ξεφορτωθεί κι όταν τον κυκλώσαν οι αφραγκίες, αναγκάστηκε να το δουλέψει. Μου τα λεγε καμιά φορά, άμα είχαμε κεσάτια. Άπλωνε την αρίδα του σε μια ψάθινη καρέκλα που είχε στην κουζίνα, άναβε τσιγάρο και θυμόταν ιστορίες. Προπολεμικές. Έτσι τις έλεγε.
Στη "Σμύρνη" πρωτοείδα το Μάρκο. Είχα ακούσει βέβαια να λένε για αυτόν και πιο πολύ τον ήξερα απ τα τραγούδια που παίζανε στα ράδια και στα τζουκ-μποξ. Κανα δυο τραγούδια του είχε και στο τζουκ-μποξ που είχε στο μαγαζί- ένα φαρδύ πράμα, σα ντουλάπα ήτανε αλλά πιο κοντό και είχε πάνω του ένα γραμμόφωνο αλλά αυτόματο και χωρίς χωνί. Μ αυτό κάνανε κέφι τότες οι μάγκες που βάζανε και τραγούδια του Μάρκου καμιά φορά. Εμένα μου άρεζε εκείνο το σέρτικο το Καφτονε Σταύρο και πολυ γουστάριζα άμα το βαζανε οι σεβνταλήδες.
Ο Μάρκος πέρναγε με το μπουζούκι στον ώμο του και έπαιζε - συνήθως Παρασκευές και Σάββατα, δηλαδή τις μέρες που μαζευότανε πιο πολύς κόσμος στο μαγαζί. Καμιά φορά είχε και το γιό του μαζί, το Στελάκη, ένα σκολιαρόπαιδο που δεν ξεκόλλαγε από πάνω του. Ο θιός μου, άμαν τον έβλεπε, σταμάταγε το τζουκ μποξ για να παίξει ο Μάρκος- άμα βέβαια δεν φέρνανε αντίρρηση και οι πελάτες. Ήτανε άνθρωπος που σου βγαζε φόβο, όχι όχι, μάλλον σέβας ή κάτι ανάμικτο. Με εκείνα τα μάτια που αστράφτανε κάτω από τα αετίσια φρύδια του, ειδικά άμα τα έσμιγε. Πάντα αμίλητος και σκυφτός, χωρίς όρεξη για λακιρντί καθότανε βαρύς βαρύς και έφερνε το μπουζούκι στην αγκαλιά του. Κατέβαζε δυο γουλιές απ το ποτηράκι με τη ρετσίνα που του πήγαινα όπως με διάταζε ο θιός μου και μετά ξεκινούσε να παίζει. Καμιά φορά άμα ήταν πιο κεφάτος το κούρδιζε πρώτα το όργανο και παιζε κάτι ήχους, κάτι τραγούδια αλλιώτικα που συνήθως δεν είχανε καθόλου λόγια. Και χάζευαν οι πελάτες απ τη γλύκα και απ το στεναγμό που έβγαζε το μπουζούκι. Αυτά τα λέγανε ντουζένια- μου το χε πει μια φορά ένας μάγκας από μια παρέα που έρχονταν συχνά στο ταβερνάκι και μένα με είχαν συμπαθήσει γιατί τους ξηγιόμουνα κι εγώ καλά.
Έτσι κεφάτος φαινόταν κι εκείνη την βραδιά ο Μάρκος, την τελευταία φορά που τον είδα. Του πήγα τη ρετσίνα του και νομίζω, με χαιρέτησε κιόλας παρότι τις περισσότερες φορές δεν μίλαγε καθόλου. Ήπιε δυο γουλιές και άρχισε να γυρνάει τις κάνουλες που χε το μπουζούκι στην άκρη. Το κουρντίζει - σκέφτηκα- και πολύ χάρηκα γιατί κατάλαβα ότι θα παιζε πάλι αυτά τα τραγούδια, τα αμίλητα, τα ντουζένια. Είχα μείνει και τον χάζευα. Σα ζαλισμένος. Έμοιαζε άνθρωπος αγέρωχος, βαρύς, κουρασμένος από τη ζωή, ταλαιπωρημένος. Με αργές και σταθερές κινήσεις κουμάνταρε το όργανο. Τα χέρια και τα δάχτυλα του χοντροκαμωμένα - πιο πολύ δάχτυλα μακελλάρη παρά οργανοπαίχτη. Πως το φερνε βόλτα με τέτοια χέρια το όργανο, ένας Θεός ξέρει - αναρωτιόμουν και γύρισα γρήγορα να παω να σερβίρω κανέναν πελάτη μη με τσακώσει το μάτι του θείου μου να τεμπελιάζω και με αρχίσει στις μάπες. Ξαφνικά, ακούστηκε ένα ντιιν που δε θύμιζε πενιά, εγώ δεν έδωσα σημασία αλλά κάτι μάγκες παραδίπλα αρχίσαν τους ψιθύρους. Γύρισα να δω το Μάρκο, που δεν έλεγε να αρχισει να παίζει παρά κοιτούσε το μπουζούκι. Εγω- πάλι δεν κατάλαβα τι είχε γίνει, γι αυτό ρώτησα ένα μόρτη που εκείνη την ώρα τον σερβίριζα: Γιατί δεν παίζει ο Μάρκος; - Δε βλέπεις μικρέ- έσπασε η μπουργάνα; - Τι έσπασε; ξαναρώτησα εγώ. Η χορδή ντε, η πάνω πάνω. Πριν προλάβω καν να γυρίσω για να δω, ο Μάρκος είχε πάρει το μπουζούκι και το Στελάκη- σφουγγάρι πάνω του και βάδιζε με το ίδιο αργό και σταθερό βήμα προς την πόρτα. Στο μαγαζί άχνα. Σα να είχε πέσει σύρμα. Μόλις βγήκε ο Μάρκος, ακούστηκαν οι πρώτες κουβέντες. Λίγο μετά, ήταν σα να μη συνέβη τίποτες, ενώ το τζουκ - μποξ έπαιζε το Αντιλαλούνε οι φυλακές.
Μάρκος Βαμβακάρης (1905-1972)
Τετάρτη 17 Σεπτεμβρίου 2008
Καλοκαιρινές διακοπές, το 2
Που είχα μείνει;
Α, ναι -στην αίθουσα αναμονής- Έλεγα λοιπόν πως ήδη πλέον ο χρόνος κυλάει αλλιώς, αισθάνομαι μια ασφάλεια, ταξίδι είναι,θα περάσει, άντε να πάω κι εγώ στη δουλειά μου - που με περιμένουν. Ε, μέσα σ όλα αυτα, ούτε κατάλαβα για πότε βρέθηκα μέσα στο αερόπλανο.
Δίπλα μου κάθεται μια γριούλα, ισπανόφωνη. Απ αυτές τις γιαγιάδες του παλιού καιρού με τα μαλλιά κοντοκουρεμένα, τα γυαλιά μυωπίας - πρεσβυωπίας (2 σε 1) και τα λοιπά και τα λοιπά και τα λοιπά. Δεν πιάνω γρι από οσα λέει στην αρχή - μόνο της γνέφω σα σπαστικός χαμογελώντας συνάμα - αλλά σιγά σιγά συνηθίζω. Θες είναι φλύαρη από ανασφάλεια- πρώτη φορά πετάει, μου εκμυστηρεύεται- θες από χούι, πάντως γλώσσα μέσα, δεν βάζει η ευλογημένη.
Α, ναι -στην αίθουσα αναμονής- Έλεγα λοιπόν πως ήδη πλέον ο χρόνος κυλάει αλλιώς, αισθάνομαι μια ασφάλεια, ταξίδι είναι,θα περάσει, άντε να πάω κι εγώ στη δουλειά μου - που με περιμένουν. Ε, μέσα σ όλα αυτα, ούτε κατάλαβα για πότε βρέθηκα μέσα στο αερόπλανο.
Δίπλα μου κάθεται μια γριούλα, ισπανόφωνη. Απ αυτές τις γιαγιάδες του παλιού καιρού με τα μαλλιά κοντοκουρεμένα, τα γυαλιά μυωπίας - πρεσβυωπίας (2 σε 1) και τα λοιπά και τα λοιπά και τα λοιπά. Δεν πιάνω γρι από οσα λέει στην αρχή - μόνο της γνέφω σα σπαστικός χαμογελώντας συνάμα - αλλά σιγά σιγά συνηθίζω. Θες είναι φλύαρη από ανασφάλεια- πρώτη φορά πετάει, μου εκμυστηρεύεται- θες από χούι, πάντως γλώσσα μέσα, δεν βάζει η ευλογημένη.
Μόνο κατά την απογείωση γαντζώνεται στην θέση της έντρομη, αρχίζει τα πατερημά της, ψιθυριστά όμως, οπότε ηρεμώ κι εγώ λίγο απολαμβάνοντας το εξαίσιο τουμπεκί που ψιλοκόβει. Από το παράθυρο φαίνονται μόνο σύννεφα. Κλείνω για λίγο τα ματάκια μου και κάνω να ξεκλέψω λίγον ύπνο έτσι για τη γλύκα. Όχι για πολύ βέβαια γιατί η συμπαθέστατη κατά τα άλλα, κυριούλα με σκουντάει ευθύς μόλις ξεπερνάει τον αρχικό της φόβο και με βομβαρδίζει με ερωτήσεις: από που είμαι, ποιος είμαι, που πηγαίνω, γιατί ήρθα σ αυτόν τον κόσμο κι άλλα τέτοια υπαρξιακά που πιστέψτε με ποτέ δε βρήκα την αυτογνωσία να απαντήσω. Εγώ μετά την αρχική έκπληξη και μάλλον φοβούμενος ότι κάτι ξέρει για την διπλή μου ταυτότητα ως υπερκατασκόπου των 2 ηπείρων και των 5 θαλασσών δέχομαι να παίξω το δόλιο παιχνίδι της..
Χααα, αν νομίζεις ότι θα ψαρώσω έτσι εύκολα, είσαι γελασμένη -σκέφτομαι- και της απαντάω προσποιούμενος ότι είμαι κάποιος απλός ταξιδιώτης και όλα τελος πάντων αυτά που μου χουν πει να δηλώνω σε περίπτωση που κινήσω υποψίες.. Και σύντομαι περνάω και στην αντεπίθεση- της αντιτείνω τις ίδιες ερωτήσεις με ύφος σαφώς υπαινικτικό.. Δύστυχη θείτσα, ΔΕΝ ΞΕΡΕΙΣ ΜΕ ΠΟΙΟΝ ΕΜΠΛΕΞΕΣ...
Εντάξει. Δε μου 'κοψε, δε το σκέφτηκα -τι να πω.. Που να φανταστώ τι θα ακολουθούσε τις ερωτήσεις μου.. Και δεν εννοώ φυσικά ότι έβγαλε όπλο, αλλά η λογοδιάρροια που ακολούθησε ήταν - ωι μάνα μου- εξαντλητική.. Βέβαια. όσο να πεις όλο αυτό είναι και λίγο πρόκληση - εννοώ το να καταλάβεις απο τα συφραζόμενα- τι θέλει να πει ο ποιητής, διότι είπαμε τα ισπανικά μου καλά, χρυσά αλλά για να επιβιώσω- όχι να μάθω το βίο και την πολιτεία της συνεπιβάτιδος μου. Κάποια στιγμή, εντελώς απροειδοποίητα σταματά το δραματικό (για μένα) μονόλογο, ρουφά μέσα την κοιλιά της και με το ένα χέρι της τραβά προς τα έξω τη φούστα της- αντίστοιχα στη μέση της - κάνοντας χώρο για το άλλο χέρι, το οποίο το περνά κάτω από τη ζώνη της αρχικά και εν συνεχεία κάτω από τη φούστα της και όλο και χαμηλώνει. Ε ρε γλέντια. Πως τις ανάβω έτσι ο άντρας - ο σωστός, ο πρόστυχος, σκέφτομαι.. Τη διακόπτω.. "Μοναδική μου αγάπη -της λέω -μήπως προχωράμε πολύ γρήγορα;" Αυτή μου χαμογελά με μια πρόστυχη αθώοτητα και μου λέει: "Μα δεν είναι παρά μια φωτογραφία.." Και πράγματι αποδεικνύεται ότι εντός της φούστας υπάρχει μια εσωτερική τσέπη απ όπου εμφανίζεται πορτοφολάκι τύπου πουγκί (εντελώς παλαιού τύπου). Ανοίγει το πορτοφολάκι και βγάζει μια φωτογραφία, ισιώνει με τους αντίχειρες τις τσαλακωμένες γωνίες της, και αρχίζει με νέα ζέση την αφήγηση.. Πρόκειται για την κόρη της. Αυτή είναι στη φωτογραφία, αυτήν πάει να δει στην Ισπανία, το σπλάγχνο της, το στερνοπούλι της - που ζωή να χει - κι άλλα τέτοια μητρικά.. Σκέφτομαι ότι ίσως τελικά κακώς αμφέβαλα για την γριούλα, ίσως να μην είναι του σιναφιού (των πραχτόρων) και άδικα την υποψιάστηκα.
Μέσα σ όλα αυτά κάνουν την εμφάνιση τους αι αεροσυνοδοί για την ιερή στιγμή του λαντς, του μεσημεριανού τέλος πάντων για όλους εσάς που παλεύετε ακόμα με/ για το λόουερ.
Τι θα πάρει ο κύριος?
Εμένα λέει?-κουμπώνομαι εγώ μόλις ακούω κύριος - τέλος πάντων και επιλέγω το κοτόπουλο, διότι κοτόπουλο είναι - τι μπορεί να χει μέσα?- όπως με έχει ορμηνέψει η μάνα μου- και επιπλέον αποφασίζω να γιορτάσω το τέλος μιας ακόμη επιτυχημένης αποστολής εεε ταξιδιού με λίγο κρασί..
Έχετε Χύμα του 58?
Εμμ, να κοιτάξω, μου απαντάει
Κύριε {γκουχμ} έχουμε μόνο Κέτερινγκ του 08 - μου λέει καταντροπιασμένη, ούτε στα μάτια δεν τολμά να με κοιτάξει..
Αλλά είμαι τόσο ευτυχής ώστε τίποτα δε μπορεί να μου χαλάσει τη διάθεση.. Της χαμογελώ με κατανόηση (ενώ σκέφτομαι "Πτωχό δουλικό") και παίρνω το μπουκαλάκι με το κρασί, αυτό έχουν τώρα -αυτό θα πιούμε- τι να γίνει ..
Στο μεταξύ είμαι πλέον βέβαιος ότι κακώς υποψιαζόμουν την συνεπιβάτιδα μου , αφού έχει βγάλει ταπεράκι, μέσα στο οποίο προσπαθεί να χωρέσει όσα πιο πολλά μπορεί από τα φαγώσιμα.. Κι όταν κάποια στιγμή το βλέμμα μου ξεχνιέται πάνω της ασυναίσθητα, μάλλον αδιάκριτα - μου χαμογελάει και σα να απολογείται μου λέει: Ε, αφού τα πληρώσαμε.. Μα φυσικά λέω εγώ.. Και όλα αυτά βέβαια κάθε άλλο παρά αστεία είναι ακόμα και για ένα πραχτόρι που τόσα πολλά έχει δει στη ζωή του- που να σας τα λέω τώρα.. θα κλείσει κι ο μασούτης και δεν έχω πάρει γάλα.
Του μπι κοντινιουντ
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)