
Μια πόλη που με κούρασε. Ή μια ζωή που με κούρασε; Πρόλαβε να μου δώσει πολλά- νόμιζα ότι της έκλεψα πολλά- αλλά τελικά μάλλον πήρα αυτά που μου έδωσε. Απλόχερα. Και τώρα χρειάζομαι μια αλλαγή. Ή την αλλαγή;
Η φοιτητική ζωή, όπως κάθε στάδιο ζωής αποκτά ιδιαίτερη αξία επειδή περιορίζεται. Επειδή ορίζεται με σαφή τρόπο από αρχή, μέση και τέλος. Και εμένα, εδώ και κάποιο καιρό μου μυρίζει τέλος. Νιώθω έντονη την ανάγκη για νέες προκλήσεις, νέες συγκινήσεις, νέους στόχους, νέες λύπες.
Εκείνο το πλασματάκι που κατοικοεδρεύει μέσα μου, ο κακός εαυτούλης μου, πάντα όταν ακολουθώ αυτή την αλυσίδα συνειρμών πετάγεται και προσπαθεί να με ντροπιάσει. Μου υψώνει τον τόνο της φωνής του και ουρλιάζει στο αυτί μου: «Αυτό που πρέπει να αλλάξει είναι η μιζέρια που κυριαρχεί τη ζωή σου σαν μυρωδιά τσίκνας σε ταβέρνα. Και όχι το στάδιο». Και με ειρωνεύεται. Στην αρχή παραδέχομαι ότι με ψάρωνε. Υπήρχαν φορές που αισθάνθηκα σαν απατεώνας που συλλαμβάνεται επ αυτοφώρω. Ώσπου συνήθισα. Μου πήρε καιρό αλλά κατάλαβα ότι οι μίζερες στιγμές υπάρχουν γιατί υπάρχουν και οι άλλες- οι αξέχαστες, οι απίστευτες, οι δημιουργικές, οι απερίγραπτες (είναι σετ). Και σ αυτό το στάδιο της ζωής μου ήπια λαίμαργα και απ των δυο λογιών τα βαρέλια. Και χόρτασα. Τώρα είναι καιρός να πάρω την πρησμένη μπιροκοιλιά μου και να πάω παρακάτω. Να ξεβολέψω την αφεντιά μου και να ξεκινήσω εξόριστος για άλλους τόπους. Να ξαναψάξω το δρόμο μου και να ξαναζοριστώ μέχρι να βγάλω την άκρη. Να δοκιμάσω από άλλα βαρέλια και να μεθύσω με άλλους συντρόφους. Να προσευχηθώ σε άλλους θεούς και να αποκοιμηθώ με άλλες έγνοιες,
Αποθύμησα το άλλο. Ή το Άλλο.
Πήρε να φυσάει και ο αέρας μου έκοψε τον ειρμό. Σαν να με μάλωνε που χαζεύω και δεν γυρίζω στα βιβλία μου. Μη φωνάζεις, Σοφία ένα διάλειμμα έκανα. Ένα διάλειμμα μόνο..