Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2009

Το Σκασμένο

Δεν τον έβλεπε για πρώτη φορά. Τον είχε συναντήσει πολλές φορές σε κοινές παρέες αλλά μέχρις εκεί. Θαρρείς κάτι πάνω του την απωθούσε. Τις λίγες φορές που τον είχε παρατηρήσει – μάλλον από περιέργεια και κυρίως στην αρχή – της έμοιαζε θεατρίνος, υπερβολικά διαχυτικός και κοινωνικός με όλους, σωστή μέλισσα με τις γυναίκες, φωτεινός παντογνώστης με μια έντονη υποψία επιδεικτικής διάθεσης. Ένας σωρός από χαρακτηριστικά που την γέμιζαν επιφύλαξη. Μάντευε ανασφάλεια πίσω από τις κλειστές κουρτίνες και τις αθέατες πλευρές του. Υπέθετε ότι η επιτηδευμένη άνεση που τον διέκρινε έκρυβε κάτι άλλο. Τι θα μπορούσε να ξέρει στα αλήθεια αυτός ο παπαγάλος γνώσεων εφημερίδας;
Όταν λοιπόν την προσέγγισε εκείνο το βράδυ, αποφάσισε τουλάχιστον να τηρήσει τα προσχήματα που επιβάλλει η στοιχειώδης ευγένεια σε τέτοιες περιπτώσεις. Επιστράτευσε συνεπώς όλα εκείνα τα κενά ουσίας, φραστικά σχήματα που διατυπώνονται μεταξύ ανθρώπων που υποκρίνονται ότι συνομιλούν. Κι αλήθεια είναι ότι κι εκείνος ανταποκρίθηκε ανάλογα απαντώντας χωρίς ουσιαστικά να απαντά κάτι. Όταν όμως μοιραία έφτασε στο τέλος της η αλληλουχία της εν λόγω φρασεολογίας, αντί η παράσταση να λάβει τέλος, αυτός συνέχισε, μάλλον μουδιασμένα αρχικά- με όλο και περισσότερη θέρμη στη συνέχεια. Φλυαρούσε για τη ζωή του και για τις συνήθειες του- ήταν όμως όταν άρχισε να αυτοσαρκάζεται που την εντυπωσίασε. κι όταν έγινε ακόμη πιο αυστηρός με τον εαυτό του, εκείνη πια αισθάνθηκε ότι τον είχε αδικήσει. Κάποια στιγμή μάλιστα της εκμυστηρεύτηκε ότι την είχε προσέξει εδώ και καιρό και ότι κάθε φορά που τη συναντούσε έψαχνε να βρει να της πει κάτι αντισυμβατικό, κάτι ασύνηθες, μια λέξη, μια φράση που θα της έδινε να καταλάβει πόσο ξεχωριστή φάνταζε στα μάτια του, κι όχι κάτι που θα έμοιαζε με κακόγουστη κασέτα. Αυτή η τελευταία φράση πιθανόν να είχε περάσει κι από το δικό της το μυαλό, καθώς όταν της την είπε, τα μάτια της έλαμψαν εκπέμποντας μια περίεργη ικανοποίηση. Μέσα της, σα μετανιωμένη που τόσο τον είχε υποτιμήσει, σκεφτόταν:
« Α, το σκασμένο…»
Είναι άγνωστο πότε της έκανε νόημα να φύγουν. Τα ποτήρια είχαν ήδη αδειάσει, οι ρυθμικές δονήσεις που εξέπεμπαν τα θεόρατα ηχεία και που διέσχιζαν τα σπλάγχνα τους είχαν αρχίσει να γίνονται ανυπόφορες και η ατμόσφαιρα όλο και πιο πνιγηρή. Το μαγαζί εξακολουθούσε να είναι ασφυκτικά γεμάτο, ή ίσως και να της φαινόταν υπερβολικά γεμάτο πλέον. Σύντομα, βρέθηκαν λίγο έξω από την πόλη. Σε μια τσιμεντένια προβλήτα, όπου η υγρασία και ο αέρας την έσπρωχναν στην αγκαλιά του. Ο ήλιος μόλις είχε αρχίσει να ανατέλλει παλεύοντας να διαλύσει τα λίγα γκρίζα σύννεφα που τον περιέβαλλαν. Αυτή η δειλή του εμφάνιση διαγραφόταν και στην επιφάνεια της θάλασσας, όπου μια χρυσή λωρίδα διαιρούσε κάθετα τα λευκά ίχνη που άφηναν τα κύματα. Το σκηνικό συμπλήρωναν 2 ή 3 ψαράδες που συντηρούσαν ακριβώς την απόλυτη αίσθηση γαλήνης που κυβερνούσε καθώς δεν αντάλλαζαν κουβέντα. Μιας γαλήνης, ανεξάρτητης ή ίσως ανώτερης της ανθρώπινης παρουσίας όπως υποδείκνυαν και οι λίγες σειρές τραπεζάκια από κάποιο έρημο ταβερνάκι που ξεκουραζόταν θαρρείς, παραδομένο κι αυτό στη γλύκα του πρωινού. Εκείνος με αργές νωχελικές κινήσεις πήρε δυο ψάθινες καρέκλες, τις παρέταξε παράλληλα στην άκρη της προβλήτας και βολεύτηκε ξεφυσώντας, προσκαλώντας την με τα χέρια του συνάμα να κάνει το ίδιο.
Κάποια στιγμή της πέταξε:
«Κάπως έτσι πρέπει να είναι η ευτυχία». Την ξάφνιασε. Ούτε θυμάται τι βρήκε να πει. Δεν πρέπει ωστόσο να ανταποκρινόταν και πολύ στο πνεύμα της στιγμής γιατί, της απάντησε:
«Σοβαρά τώρα, χαζεύουμε τον ήλιο που ανατέλλει, τον υγρό του καθρέφτη πάνω στη θάλασσα, ψηλαφούμε την ευτυχία, και συ αυτό βρίσκεις να πεις;»
Και την έκανε να αισθανθεί τόσο αμήχανα ώστε δεν ξαναμίλησε. Ένας παππούς πέρασε μπροστά τους χωρίς να τους δώσει σημασία. Μορφή βγαλμένη από αγιογραφία, αυστηρά χαρακτηριστικά, ουλές και ρυτίδες, ένας σκούφος στραβά βαλμένος, ένα παχύ, ατημέλητο μουστάκι, φαρδιά, φθαρμένα ρούχα, ένα ζευγάρι παπούτσια χωρίς κορδόνια. Την σιωπή που μεσολάβησε, ξαναέσπασε εκείνος:
«Τον παππού πρέπει να ρωτήσουμε»
«Για τι πράγμα;» του απάντησε διστακτικά.
«Για την ευτυχία»
«Και γιατί ειδικά αυτόν;» τραύλισε.
«Κάτι θα ξέρει. Φαίνεται άνθρωπος που δεν δίνει σημασία σε μικρά πράγματα. Δες ούτε κορδόνια δε φοράει»
Δεν βρήκε κάτι να του πει. Χαμογέλασε μόνο, ενώ από μέσα της σκεφτόταν:
«Α, το σκασμένο…»