Τρίτη 30 Σεπτεμβρίου 2008

Μικραί Αγγελίαι

Photobucket


Βιστωνίδα

Η παρούσα λίμνη (Βιστωνίδα), 44.000 στρέμματα. Περιλαμβάνεται και εκκλησία του Αγίου Νικολάου και πλούσια ιχθυοπανίδα. Κατάλληλη για ανταλλαγή με το δημόσιο. Πληροφορίες π. Ευφραίμ 2377066666 (όχι ώρες Θείας λειτουργίας)

Βοήθεια μας

Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 2008

Ταξίμι

Το κείμενο που ακολουθεί ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα και οποιαδήποτε σχέση με πρόσωπα και καταστάσεις είναι συμπτωματική (να δεις σε ποια σειρά το βάζανε αυτό, μμμμ). Είναι μια έμπνευση (ο Θεός να την κάνει) κατόπιν συστηματικής ακρόασης του μεγάλου, μέγιστου Μάρκου Βαμβακάρη.

Σφουγγάρα

Το '57 ήταν νομίζω. Ή το '58. Πάντως ήταν τη χρονιά που είχανε βγάλει στο Κερατσίνι δήμαρχο, έναν κομμουνιστή- είχε λυσσάξει ο θιός μου, δεξιός μέχρι τα μπούνια. Το θυμάμαι καλά εκείνο το χρόνο. Εγώ είχα- δεν είχα κλείσει μήνα στην Αθήνα. Δούλευα στο ταβερνάκι του θείου μου γκαρσόνι- σερβιτόρος - τα χε μιλήσει ο πατέρας μου από πριν. Βέβαια δε μου δινε και πολλά αλλά με ταίζανε κιόλας κι έτσι μου ρχότανε καλύτερα. "Σμύρνη" το λέγανε το κατάστημα - το χε κερδίσει ο θιός μου από ενα πρόσφυγα στα ζάρια, δεν κατάφερε να το ξεφορτωθεί κι όταν τον κυκλώσαν οι αφραγκίες, αναγκάστηκε να το δουλέψει. Μου τα λεγε καμιά φορά, άμα είχαμε κεσάτια. Άπλωνε την αρίδα του σε μια ψάθινη καρέκλα που είχε στην κουζίνα, άναβε τσιγάρο και θυμόταν ιστορίες. Προπολεμικές. Έτσι τις έλεγε.

Στη "Σμύρνη" πρωτοείδα το Μάρκο. Είχα ακούσει βέβαια να λένε για αυτόν και πιο πολύ τον ήξερα απ τα τραγούδια που παίζανε στα ράδια και στα τζουκ-μποξ. Κανα δυο τραγούδια του είχε και στο τζουκ-μποξ που είχε στο μαγαζί- ένα φαρδύ πράμα, σα ντουλάπα ήτανε αλλά πιο κοντό και είχε πάνω του ένα γραμμόφωνο αλλά αυτόματο και χωρίς χωνί. Μ αυτό κάνανε κέφι τότες οι μάγκες που βάζανε και τραγούδια του Μάρκου καμιά φορά. Εμένα μου άρεζε εκείνο το σέρτικο το Καφτονε Σταύρο και πολυ γουστάριζα άμα το βαζανε οι σεβνταλήδες.


Ο Μάρκος πέρναγε με το μπουζούκι στον ώμο του και έπαιζε - συνήθως Παρασκευές και Σάββατα, δηλαδή τις μέρες που μαζευότανε πιο πολύς κόσμος στο μαγαζί. Καμιά φορά είχε και το γιό του μαζί, το Στελάκη, ένα σκολιαρόπαιδο που δεν ξεκόλλαγε από πάνω του. Ο θιός μου, άμαν τον έβλεπε, σταμάταγε το τζουκ μποξ για να παίξει ο Μάρκος- άμα βέβαια δεν φέρνανε αντίρρηση και οι πελάτες. Ήτανε άνθρωπος που σου βγαζε φόβο, όχι όχι, μάλλον σέβας ή κάτι ανάμικτο. Με εκείνα τα μάτια που αστράφτανε κάτω από τα αετίσια φρύδια του, ειδικά άμα τα έσμιγε. Πάντα αμίλητος και σκυφτός, χωρίς όρεξη για λακιρντί καθότανε βαρύς βαρύς και έφερνε το μπουζούκι στην αγκαλιά του. Κατέβαζε δυο γουλιές απ το ποτηράκι με τη ρετσίνα που του πήγαινα όπως με διάταζε ο θιός μου και μετά ξεκινούσε να παίζει. Καμιά φορά άμα ήταν πιο κεφάτος το κούρδιζε πρώτα το όργανο και παιζε κάτι ήχους, κάτι τραγούδια αλλιώτικα που συνήθως δεν είχανε καθόλου λόγια. Και χάζευαν οι πελάτες απ τη γλύκα και απ το στεναγμό που έβγαζε το μπουζούκι. Αυτά τα λέγανε ντουζένια- μου το χε πει μια φορά ένας μάγκας από μια παρέα που έρχονταν συχνά στο ταβερνάκι και μένα με είχαν συμπαθήσει γιατί τους ξηγιόμουνα κι εγώ καλά.



Έτσι κεφάτος φαινόταν κι εκείνη την βραδιά ο Μάρκος, την τελευταία φορά που τον είδα. Του πήγα τη ρετσίνα του και νομίζω, με χαιρέτησε κιόλας παρότι τις περισσότερες φορές δεν μίλαγε καθόλου. Ήπιε δυο γουλιές και άρχισε να γυρνάει τις κάνουλες που χε το μπουζούκι στην άκρη. Το κουρντίζει - σκέφτηκα- και πολύ χάρηκα γιατί κατάλαβα ότι θα παιζε πάλι αυτά τα τραγούδια, τα αμίλητα, τα ντουζένια. Είχα μείνει και τον χάζευα. Σα ζαλισμένος. Έμοιαζε άνθρωπος αγέρωχος, βαρύς, κουρασμένος από τη ζωή, ταλαιπωρημένος. Με αργές και σταθερές κινήσεις κουμάνταρε το όργανο. Τα χέρια και τα δάχτυλα του χοντροκαμωμένα - πιο πολύ δάχτυλα μακελλάρη παρά οργανοπαίχτη. Πως το φερνε βόλτα με τέτοια χέρια το όργανο, ένας Θεός ξέρει - αναρωτιόμουν και γύρισα γρήγορα να παω να σερβίρω κανέναν πελάτη μη με τσακώσει το μάτι του θείου μου να τεμπελιάζω και με αρχίσει στις μάπες. Ξαφνικά, ακούστηκε ένα ντιιν που δε θύμιζε πενιά, εγώ δεν έδωσα σημασία αλλά κάτι μάγκες παραδίπλα αρχίσαν τους ψιθύρους. Γύρισα να δω το Μάρκο, που δεν έλεγε να αρχισει να παίζει παρά κοιτούσε το μπουζούκι. Εγω- πάλι δεν κατάλαβα τι είχε γίνει, γι αυτό ρώτησα ένα μόρτη που εκείνη την ώρα τον σερβίριζα: Γιατί δεν παίζει ο Μάρκος; - Δε βλέπεις μικρέ- έσπασε η μπουργάνα; - Τι έσπασε; ξαναρώτησα εγώ. Η χορδή ντε, η πάνω πάνω. Πριν προλάβω καν να γυρίσω για να δω, ο Μάρκος είχε πάρει το μπουζούκι και το Στελάκη- σφουγγάρι πάνω του και βάδιζε με το ίδιο αργό και σταθερό βήμα προς την πόρτα. Στο μαγαζί άχνα. Σα να είχε πέσει σύρμα. Μόλις βγήκε ο Μάρκος, ακούστηκαν οι πρώτες κουβέντες. Λίγο μετά, ήταν σα να μη συνέβη τίποτες, ενώ το τζουκ - μποξ έπαιζε το Αντιλαλούνε οι φυλακές.
Μάρκος Βαμβακάρης (1905-1972)

Τετάρτη 17 Σεπτεμβρίου 2008

Καλοκαιρινές διακοπές, το 2

Που είχα μείνει;
Α, ναι -στην αίθουσα αναμονής- Έλεγα λοιπόν πως ήδη πλέον ο χρόνος κυλάει αλλιώς, αισθάνομαι μια ασφάλεια, ταξίδι είναι,θα περάσει, άντε να πάω κι εγώ στη δουλειά μου - που με περιμένουν. Ε, μέσα σ όλα αυτα, ούτε κατάλαβα για πότε βρέθηκα μέσα στο αερόπλανο.
Δίπλα μου κάθεται μια γριούλα, ισπανόφωνη. Απ αυτές τις γιαγιάδες του παλιού καιρού με τα μαλλιά κοντοκουρεμένα, τα γυαλιά μυωπίας - πρεσβυωπίας (2 σε 1) και τα λοιπά και τα λοιπά και τα λοιπά. Δεν πιάνω γρι από οσα λέει στην αρχή - μόνο της γνέφω σα σπαστικός χαμογελώντας συνάμα - αλλά σιγά σιγά συνηθίζω. Θες είναι φλύαρη από ανασφάλεια- πρώτη φορά πετάει, μου εκμυστηρεύεται- θες από χούι, πάντως γλώσσα μέσα, δεν βάζει η ευλογημένη.
Μόνο κατά την απογείωση γαντζώνεται στην θέση της έντρομη, αρχίζει τα πατερημά της, ψιθυριστά όμως, οπότε ηρεμώ κι εγώ λίγο απολαμβάνοντας το εξαίσιο τουμπεκί που ψιλοκόβει. Από το παράθυρο φαίνονται μόνο σύννεφα. Κλείνω για λίγο τα ματάκια μου και κάνω να ξεκλέψω λίγον ύπνο έτσι για τη γλύκα. Όχι για πολύ βέβαια γιατί η συμπαθέστατη κατά τα άλλα, κυριούλα με σκουντάει ευθύς μόλις ξεπερνάει τον αρχικό της φόβο και με βομβαρδίζει με ερωτήσεις: από που είμαι, ποιος είμαι, που πηγαίνω, γιατί ήρθα σ αυτόν τον κόσμο κι άλλα τέτοια υπαρξιακά που πιστέψτε με ποτέ δε βρήκα την αυτογνωσία να απαντήσω. Εγώ μετά την αρχική έκπληξη και μάλλον φοβούμενος ότι κάτι ξέρει για την διπλή μου ταυτότητα ως υπερκατασκόπου των 2 ηπείρων και των 5 θαλασσών δέχομαι να παίξω το δόλιο παιχνίδι της..
Χααα, αν νομίζεις ότι θα ψαρώσω έτσι εύκολα, είσαι γελασμένη -σκέφτομαι- και της απαντάω προσποιούμενος ότι είμαι κάποιος απλός ταξιδιώτης και όλα τελος πάντων αυτά που μου χουν πει να δηλώνω σε περίπτωση που κινήσω υποψίες.. Και σύντομαι περνάω και στην αντεπίθεση- της αντιτείνω τις ίδιες ερωτήσεις με ύφος σαφώς υπαινικτικό.. Δύστυχη θείτσα, ΔΕΝ ΞΕΡΕΙΣ ΜΕ ΠΟΙΟΝ ΕΜΠΛΕΞΕΣ...
Εντάξει. Δε μου 'κοψε, δε το σκέφτηκα -τι να πω.. Που να φανταστώ τι θα ακολουθούσε τις ερωτήσεις μου.. Και δεν εννοώ φυσικά ότι έβγαλε όπλο, αλλά η λογοδιάρροια που ακολούθησε ήταν - ωι μάνα μου- εξαντλητική.. Βέβαια. όσο να πεις όλο αυτό είναι και λίγο πρόκληση - εννοώ το να καταλάβεις απο τα συφραζόμενα- τι θέλει να πει ο ποιητής, διότι είπαμε τα ισπανικά μου καλά, χρυσά αλλά για να επιβιώσω- όχι να μάθω το βίο και την πολιτεία της συνεπιβάτιδος μου. Κάποια στιγμή, εντελώς απροειδοποίητα σταματά το δραματικό (για μένα) μονόλογο, ρουφά μέσα την κοιλιά της και με το ένα χέρι της τραβά προς τα έξω τη φούστα της- αντίστοιχα στη μέση της - κάνοντας χώρο για το άλλο χέρι, το οποίο το περνά κάτω από τη ζώνη της αρχικά και εν συνεχεία κάτω από τη φούστα της και όλο και χαμηλώνει. Ε ρε γλέντια. Πως τις ανάβω έτσι ο άντρας - ο σωστός, ο πρόστυχος, σκέφτομαι.. Τη διακόπτω.. "Μοναδική μου αγάπη -της λέω -μήπως προχωράμε πολύ γρήγορα;" Αυτή μου χαμογελά με μια πρόστυχη αθώοτητα και μου λέει: "Μα δεν είναι παρά μια φωτογραφία.." Και πράγματι αποδεικνύεται ότι εντός της φούστας υπάρχει μια εσωτερική τσέπη απ όπου εμφανίζεται πορτοφολάκι τύπου πουγκί (εντελώς παλαιού τύπου). Ανοίγει το πορτοφολάκι και βγάζει μια φωτογραφία, ισιώνει με τους αντίχειρες τις τσαλακωμένες γωνίες της, και αρχίζει με νέα ζέση την αφήγηση.. Πρόκειται για την κόρη της. Αυτή είναι στη φωτογραφία, αυτήν πάει να δει στην Ισπανία, το σπλάγχνο της, το στερνοπούλι της - που ζωή να χει - κι άλλα τέτοια μητρικά.. Σκέφτομαι ότι ίσως τελικά κακώς αμφέβαλα για την γριούλα, ίσως να μην είναι του σιναφιού (των πραχτόρων) και άδικα την υποψιάστηκα.
Μέσα σ όλα αυτά κάνουν την εμφάνιση τους αι αεροσυνοδοί για την ιερή στιγμή του λαντς, του μεσημεριανού τέλος πάντων για όλους εσάς που παλεύετε ακόμα με/ για το λόουερ.
Τι θα πάρει ο κύριος?
Εμένα λέει?-κουμπώνομαι εγώ μόλις ακούω κύριος - τέλος πάντων και επιλέγω το κοτόπουλο, διότι κοτόπουλο είναι - τι μπορεί να χει μέσα?- όπως με έχει ορμηνέψει η μάνα μου- και επιπλέον αποφασίζω να γιορτάσω το τέλος μιας ακόμη επιτυχημένης αποστολής εεε ταξιδιού με λίγο κρασί..
Έχετε Χύμα του 58?
Εμμ, να κοιτάξω, μου απαντάει
Κύριε {γκουχμ} έχουμε μόνο Κέτερινγκ του 08 - μου λέει καταντροπιασμένη, ούτε στα μάτια δεν τολμά να με κοιτάξει..
Αλλά είμαι τόσο ευτυχής ώστε τίποτα δε μπορεί να μου χαλάσει τη διάθεση.. Της χαμογελώ με κατανόηση (ενώ σκέφτομαι "Πτωχό δουλικό") και παίρνω το μπουκαλάκι με το κρασί, αυτό έχουν τώρα -αυτό θα πιούμε- τι να γίνει ..
Στο μεταξύ είμαι πλέον βέβαιος ότι κακώς υποψιαζόμουν την συνεπιβάτιδα μου , αφού έχει βγάλει ταπεράκι, μέσα στο οποίο προσπαθεί να χωρέσει όσα πιο πολλά μπορεί από τα φαγώσιμα.. Κι όταν κάποια στιγμή το βλέμμα μου ξεχνιέται πάνω της ασυναίσθητα, μάλλον αδιάκριτα - μου χαμογελάει και σα να απολογείται μου λέει: Ε, αφού τα πληρώσαμε.. Μα φυσικά λέω εγώ.. Και όλα αυτά βέβαια κάθε άλλο παρά αστεία είναι ακόμα και για ένα πραχτόρι που τόσα πολλά έχει δει στη ζωή του- που να σας τα λέω τώρα.. θα κλείσει κι ο μασούτης και δεν έχω πάρει γάλα.
Του μπι κοντινιουντ


Σάββατο 6 Σεπτεμβρίου 2008

Καλοκαιρινές Διακόπες, το 1

16/08
Βρέχει. Από χτες το βράδυ. Κοιτάω το ρολόι μου. Και ιδρώνω. Υπόσχομαι στον ταξιτζή μερικές χιλιάδες πέσος παράπάνω αν τo γκαζώσει. Αυτός σαν ν άκουσε αυτό που ήθελε, σκύβει μπροστά για βλέπει καλύτερα ανάμεσα από το θαμπό και υγρό παρμπρίζ, κολλάει το πόδι του στο γκάζι και κάνει ότι μπορεί για να αποδείξει ότι αξίζει το έπαθλο. Προσπερνά ότι βρεθεί μπροστά του, παραβιάζει stop και φανάρια, κορνάρει και κορνάρεται αλόγιστα και αγόγγυστα. Αρχίζω να αναρωτιέμαι αν υπάρχει πιθανότητα να φτασω ζωντανός στο αεροδρόμιο- γιατί στην ώρα μου πλέον είμαι σίγουρος - δεν παίζει να φτάσω. Εννοείται ότι στο μεταξύ τον ρωτάω κάθε λίγο- όπως τα στρουμφάκια: Φτάνουμε Μπαρμπα- Στρουμφ; - και μου απαντά κάθε φορά: Σε λίγα λεπτά.
Εντάξει, αντικειμενικά να το δεις, τέτοιες ώρες η άριστη αίσθηση του χρόνου που συνήθως διαθέτω, με έχει εγκαταλείψει ώστε τα δευτερόλεπτα να μου φαίνονται ώρες αλλά σας διαβεβαιώ ότι ρώτησα πάνω απο 5 φορές και ισάριθμες φορές μου απάντησε το ίδιο. Και όσο να πεις μετά την 5η φορά, η ολύμπια ψυχραιμία που με διακρίνει καθημερινά 10 με 1, είχε διαταραχθεί, μάλλον ανεπανόρθωτα. Όλη η μιζέρια και η απαισιοδοξία έχει πλημμυρίσει το κεφάλι μου και στάζει μάλλον κι απ τα αυτιά - για να δω- όχι, τελικά ιδρώτας είναι.
Έχω αρχίσει να σκέφτομαι ότι θα ξεμείνω σε τούτη τη μακρινή χώρα, οι γονείς μου δε θα μάθουν ποτέ τι μου συνέβη, η δόλια μάνα μου θα κλαίει γοερά τα βράδια μετά φαγητό - θυμάμαι τις βασικές σκηνές απ το εξπρες του μεσονυχτίου, το φέρνω στα μέτρα μου, με φαντάζομαι σκλάβο στα ορυχεία χαλκου ολημερίς και οληνυχτίς για ένα κομμάτι ψωμί και δυον ολιές, ενώ τα βράδια θα με βιάζουν οι εργοδότες μου. Διότι το θολομένο μου μυαλό που να σκεφτεί εκείνη την ώρα ότι αν είναι να βιάζουν κάποιον οι Ντε Λα Βέγκα (πάντα έτσι λένε τους πλόύσιους τσιφλικομπέηδες στις λατινοαμερικάνικες σαπουνόπερες) θα βιάσουν το θηλυπρεπέπεστατο παιδαρέλι που πρόσφατα πήραν στη δούλεψή τους, τον Πέπε- 17 χρονο αμούστακο αγόρι - και όχι εμένα τον τριχωτό και αξύριστο (σχεδόν βαρυποινίτη λέμε) που βρωμάω κιόλας άμα ιδρώσω (και είναι γνωστό ότι ιδρώνω εύκολα -το λέει και στις οδηγίες χρήσης μου). Όλο αυτό το ξανθοπουλικό παραλήρημα διακόπτει η τραχειά φωνή του ταξιτζή: Σενιόρ! Τον κοιτάω και μου δείχνει την είσοδο του αεροδρομίου. Φτάσαμε συμπληρώνει.. Και τι καθόμαστε? Πετάγομαι από το ταξί, βάζω το ιδρωμένο χέρι μου στην τσέπη και βγάζω μια φούχτα υγρά και τσαλακωμένα χαρτονομίσματα, δεν τα μετράω καν - του τα δίνω όλα - έτσι κι αλλιώς εγώ δεν τα τα χρειαστώ σκέφτομαι κι αυτός μου σκάει ένα γεμάτο ικανοποίηση, λειψό χαμόγελο -λείπουν σίγουρα δυο δόντια πάνω, ίσως και παραπάνω.

Αρχίζω να τρέχω ωσαν τον Βρους Γουίλις στο "Του χαρντ του νται" το δυο, αλλά στο λιγότερο μάτσο του γιατί κουβαλάω και 2 βαλίτσες -τι βαλίτσες δηλαδή δυο μπόγους πες καλύτερα και είμαι να γίνω χίλια κομμάτια. Το καλό είναι ότι με άφησε στας αναχωρήσεις ο καλός μου οπότε πρέπει να μαι κοντά. Πράγματι το γκισέ της Ιμπέρια δεν βρίσκεται παρά απέναντι. Και είναι άδειο. Κακό σημάδι αυτό σκέφτομαι - διότι συνήθως είναι φίσκα - κοιτάω το ρολόι μου - λες να έφυγαν? Φτάνω λαχανιασμένος στο γκισέ και μπαίνω κατευθείαν στο ψητό :
Τι κάνεις το βράδυ κούκλα? Εέεε - η πτήση για μαδρίτη? εννοώ-
Αυτή κοιτάζει το ρολόι της - αχ αγάπη μου, μου το παίζεις δύσκολη σκέφτομαι - με κοιτάει και με αυταρχικότητα χιλιών σατραπών μου λέει:
Κύριε η επιβίβαση έχει αρχίσει. Αργήσατε.
Ναι βρε καλό μου -λέω- κι εσύ τα δίκια σου έχεις, αλλά μιας και ήρθα που ήρθα μέχρι εδώ δεν κάνεις ενα καλό - που να ξανάρχομαι τώρα. Άντε και στο δρόμο σου θα τό βρεις.
Τέλος πάντων, θα πρέπει να βιαστείτε, η επιβίβαση θα διαρκέσει για 15 ακόμα λεπτά. Και μου δίνει το εισιτήριο μου. Καινούργια πιλάλα. Το καλό ειναι ότι τουλάχιστον τώρα δεν κουβαλάω την προίκα μου. Ποιος να με είδε εκείνη την ώρα την δύσκολη και να μη με λυπήθηκε.. Που είσαι μάνα να με δεις.. Περνάω από τα Ντιούτι Φρι ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΑΓΟΡΑΣΩ ΟΥΤΕ ΜΙΑ ΤΟΜΠΛΕΡΟΝ (ω ναι), φτάνω στον έλεγχο - ευτυχώς δεν εντοπίζουν τα υπερσύσχρονα μπιστόλια που κουβαλάω σε ειδική θήκη περασμένη στο στέρνο μου, μήτε τα σχέδια για το νέο βιονικό υπερόπλο των ρώσων που είναι αποθηκευμένα σε ειδική κάψουλα τοποθετημένη σε κούφάλα του φρονιμίτη μου και για να μη τα πολυλογώ φτάνω εντός ολίγου στο σαλόνι αναχώρησης. Που είναι μπίμπα. Κόσμος και κοσμάκης. Βαβέλ. Τσάμπα με άγχωσαν- σκέφτομαι- Ε, τους πούστηδες. Μου το παίζουν και συνεπείς. Χαλαρώνω.. Ήδη ακούω και τα πρώτα ελληνικά γύρω μου- εντοπίζω μια παρέα λίγο πιο δίπλα. Πάω και τους μιλάω. Αισθάνομαι πολύ καλύτερα. Τελικά, η γλώσσα εμπεριέχει μια περίεργη αλληλεγγύη. Μια ασυναίσθητη αλλά βαθιά αλληληεγγύη. Γιατί για παράδειγμα, τον πόνο σου μόνο στη γλώσσα σου μπορείς να τον πεις, να τον εκφράσεις όπως τον νιώθεις. Αλλιώς, χάνεσαι στη μετάφραση. Που έχει γίνει και ταινία.


Άντε την είπα πάλι την πίπα μου